Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δημαγωγ%
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαγώγηση η [δimaγójisi] Ο33 : η ενέργεια του δημαγωγώ, η άσκηση δημαγωγίας.

[λόγ. δημαγωγη- (δημαγωγώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαγωγία η [δimaγojía] Ο25 : πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στο να κερδίσει τη συμπάθεια, την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης με απατηλά μέσα, με κολακείες, υποσχέσεις κτλ.: Προτίμησε την εύκολη ~ από τον υπεύθυνο πολιτικό λόγο. || δημαγωγική ενέργεια: Kέρδισαν τις εκλογές με δημαγωγίες και λαϊκισμούς.

[λόγ. < αρχ. δημαγωγία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαγωγικός -ή -ό [δimaγojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημαγωγία, που την εμπεριέχει: Δημαγωγική πολιτική. Δημαγωγικές δηλώσεις. Δημαγωγικά μέτρα. δημαγωγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. δημαγωγικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαγωγός ο [δimaγoγós] Ο17 θηλ. δημαγωγός [δimaγoγós] Ο34 : χαρακτηρισμός πολιτικού κυρίως προσώπου, που, για να πετύχει τους σκοπούς του, παραπλανά και παρασύρει το λαό με απατηλές υποσχέσεις, κολακείες κτλ.: Οργίασαν οι δημαγωγοί κατά την προεκλογική περίοδο.

[λόγ. < αρχ. δημαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
δημαγωγός ο.
  • Αρχηγός (εδώ στρατού):
    • του πανευτυχούς στρατού δημαγωγούς (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1042).

[αρχ. ουσ. δημαγωγός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημαγωγώ [δimaγoγó] Ρ10.9α : ασκώ δημαγωγία, συμπεριφέρομαι ως δημαγωγός: H αντιπολίτευση κατηγορήθηκε ότι δημαγωγεί ενόψει των εκλογών.

[λόγ. < αρχ. δημαγωγῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες